ενάγομαι

ενάγομαι
(ενάγομαι) dava edilmek

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐνάγομαι — ἐνάγω lead in pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • δικάζω — (AM δικάζω) 1. κρίνω, αποφασίζω ως δικαστής ή ένορκος για την ενοχή κάποιου 2. κρίνω ως δικαστής τις διαφορές, αποφασίζω για κάτι που αμφισβητείται 3. εκδίδω καταδικαστική απόφαση, ορίζω ποινή μσν. μέσ. 1. λογομαχώ, διαφωνώ 2. συζητώ 3. σκέφτομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”